top of page
λμ.JPG

ΜΕΝΟΥ ΠΑΘΗΣΕΩΝ

ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΕΥΕΡΕΘΙΣΤΟΥ ΕΝΤΕΡΟΥ

Ορισμός
Με τον όρο σύνδρομο του ευερεθίστου εντέρου («σπαστική κολίτιδα») εννοούμε άθροισμα συμπτωμάτων από το πεπτικό σύστημα που περιλαμβάνουν κοιλιακό πόνο, αίσθημα φουσκώματος στην κοιλιά και διαταραχές κενώσεων (διάρροια ή δυσκοιλιότητα ή εναλλαγές διάρροιας-δυσκοιλιότητος)

 

Επιδημιολογία
Το ποσοστό του πάσχοντος πληθυσμού στις διάφορες χώρες ποικίλλει κυμαινόμενο από 9%-22%. Το ποσοστό στη χώρα μας φαίνεται ότι δεν διαφέρει από το αντίστοιχο των χωρών της δυτικής Ευρώπης.  Εμφανίζεται κατά κύριο λόγο στις ηλικίες 20 έως 40 ετών. Το ποσοστό στους μεσήλικες και στην Τρίτη ηλικία είναι γενικής άγνωστο όμως είναι πολύ μικρότερο. Εμφανίζεται κυρίως σε γυναίκες και πολύ λιγότερο σε άνδρες.

Οικονομικές επιπτώσεις
Σε ασθενείς με ευερέθιστο έντερο υπάρχει μείωση των καθημερινών δραστηριοτήτων, απώλεια ημερών εργασίας και μικρότερη απόδοση στην εργασία σε βαθμό που υπερβαίνει άλλα συνήθη νοσήματα όπως η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση.  Στις ΗΠΑ χάνονται 10 ώρες σε 40ωρη εβδομαδιαία εργασία γεγονός που μεταφράζεται σε κόστος 20 δις δολαρίων ετησίως στις ΗΠΑ.   

Συμπτωματολογία
Οι ασθενείς εκτός από τα συμπτώματα που αναφέρθηκαν στον ορισμό της νόσου, μπορεί να παρουσιάζουν συμπτώματα οφειλόμενα σε κατάθλιψη, άγχος, και σωματοποίηση συμπτωμάτων. Μπορεί να πάσχουν ακόμη από ημικρανία, κυστίτιδα, δυσπαρεύνεια (πόνο κατά τη συνουσία)και ινομυαλγία. Από ορισμένους ερευνητές θεωρείται ότι οι ασθενείς με ευερέθιστο έντερο έχουν ένα ιδιαίτερο τύπο προσωπικότητος γεγονός που υποδηλώνει ότι η θεραπεία της νόσου πρέπει να περιλαμβάνει και αντιμετώπιση τυχόν συνυπάρχοντος άγχους και κατάθλιψης. 

Αιτιολογία
Η μεγαλύτερη συχνότητα της νόσου στις γυναίκες ενδέχεται να σημαίνει ότι ορμονικοί μηχανισμοί συμμετέχουν στην αιτιολογία της με άγνωστους προς το παρόν μηχανισμούς. Το ευερέθιστο έντερο συνοδεύεται σε μεγάλο ποσοστό από εκκολπωμάτωση του παχέος εντέρου. Οι μείζονες πάντως αιτιολογικοί παράγοντες που ενέχονται στην παθογένεια της νόσου είναι μικροβιακοί παράγοντες του εντέρου, διαιτητικοί παράγοντες, ψυχολογικοί παράγοντες, διαταραχές στην κινητικότητα του πεπτικού σωλήνα και «σπλαγχνική υπερευαισθησία». 

Διάγνωση 
Η διάγνωση τίθεται με βάση ορισμένα κλινικά κριτήρια τα οποία λαμβάνει υπ όψιν του ο ιατρός και τα οποία συνιστούν διεθνείς οδηγίες. Παρ όλα αυτά ο ιατρός θα πρέπει να διενεργήσει έναν ελάχιστο αριθμό εξετάσεων (αιματολογικών, ενδοσκοπικών και εξετάσεων κοπράνων) οι οποίες δεν πρέπει να παρουσιάζουν παθολογικά ευρήματα.

Θεραπεία
Η αντιμετώπιση των ασθενών με ευερέθιστο έντερο περιλαμβάνει ψυχολογική υποστήριξη και διαβεβαίωση για την καλοήθη υφή της νόσου, διαιτητικές παρεμβάσεις, και φαρμακευτική αγωγή. Η φαρμακευτική αγωγή περιλαμβάνει την αντιμετώπιση της διάρροιας ή της δυσκοιλιότητος, την αντιμετώπιση του κοιλιακού πόνου καθώς και την αντιμετώπιση του μετεωρισμού.
Τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν στην φαρμακευτική αντιμετώπιση της νόσου αντιβιοτικά που δεν απορροφώνται από το έντερο. Ένα τέτοιο αντιβιοτικό (Rifaximine) φαίνεται ότι βοηθά σε ορισμένο ποσοστό ασθενών στους οποίους η μικροβιακή υπερανάπτυξη στο έντερο αποτελεί κύριο παθογενετικό μηχανισμό. 
Τέλος ένα ακόμη φαρμακευτικό μέσον είναι τα λεγόμενα «προβιοτικά». Τα προβιοτικά είναι ζωντανοί μικροοργανισμοί, που αποικίζουν το παχύ έντερο και οι οποίοι ασκούν ευνοϊκές επιδράσεις στο έντερο και τον άνθρωπο. Τα προβιοτικά χορηγούμενα από του στόματος για ορισμένα χρονικά διαστήματα φαίνεται ότι ασκούν ευνοϊκές δράσεις.
Σε ερευνητικό ακόμη επίπεδο δοκιμάζονται πολλές φαρμακευτικές ουσίες των οποίων όμως η δράση δεν έχει αποδειχθεί. 

bottom of page